απόνετος

απόνετος
η , ο
1) безболезненный; не сопровождаемый страданиями; 2) бесчувственный, бездушный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "απόνετος" в других словарях:

  • απόνετος — η, ο 1. αυτός που δεν προκαλεί πόνο 2. άπονος, άσπλαχνος, σκληρόκαρδος …   Dictionary of Greek

  • απόνετος — η, ο 1. ανώδυνος: Η αρρώστια του ήταν απόνετη, γι αυτό και δεν κοιταζόταν. 2. σκληρός, άπονος: Πρώτη φορά είδα τέτοιαν απόνετη μάνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άπονος — η, ο επίρρ. α 1. ανώδυνος, απόνετος (βλ. λ.). 2. άσπλαχνος, σκληρός: Τέτοιον άπονο πατέρα δεν ξανασυνάντησα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλύπητος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε δοκίμασε λύπες: Πέρασε μια ζωή αλύπητη. 2. αυτός για τον οποίο δε λυπάται κανείς: Ξοδεύει τα λεφτά του αλύπητα. 3. ο απόνετος, ο άσπλαχνος: Του δωσαν ξύλο αλύπητο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»